Οπαδική βία: «Το κοινωνικό φαινόμενο που άλλοτε κοχλάζει, άλλοτε ξεχειλίζει και άλλοτε σιγοβράζει»

Άρθρο της καθηγήτριας Φυσικής Αγωγής, Msd, Χρυσής Γκοσδή

Άρθρο της καθηγήτριας Φυσικής Αγωγής, Msd, Χρυσής Γκοσδή αφορά στο φαινόμενο της οπαδικής βίας.

Ερευνώντας αρκετά τα τελευταία χρόνια το φαινόμενο της συμπεριφοράς των φιλάθλων και των οπαδών δεν περίμενα στο τέλος ενός μεγάλου ταξιδιού, που ολοκληρώνεται για εμένα, να είχα την ευκαιρία να τοποθετηθώ μετά λύπης φυσικά πάνω σε κοινωνικά φαινόμενα, που αναπτύσσονται και εξελίσσονται ακόμη και το 2022 γύρω από τον αθλητισμό. Όταν παρακολουθείς και διαβάζεις ένα κοινωνικό φαινόμενο καταλαβαίνεις και νιώθεις την διάσταση, που θα έχει εάν δε επιλυθεί. Αντ’ αυτού δε θες να το πιστέψεις ότι θα γίνει ή χειρότερα παρακαλάς να μην πραγματοποιηθεί, εφόσον δε βλέπεις την ελπίδα…

Για τον Άλκη…
Για τους γονείς του…
Για τα αδέρφια του…
Για τους φίλους του…
Για τους συν-φιλάθλους του…
Για την ομάδα του…
Για όλους που απλά αγαπούν κάτι…
Και τελικά έγινε…

Θα ήθελα να ξεκινήσω περιγράφοντας με λίγα λόγια την οπαδική βία, το οποίο είναι ένα φαινόμενο που άλλοτε κοχλάζει, άλλοτε ξεχειλίζει και άλλοτε σιγοβράζει στις κοινωνίες της εποχής του σήμερα και στην εποχή του τότε.

Στη σύγχρονη εποχή ο χουλιγκανισμός ή αλλιώς η οπαδική βία αποτελεί ένα φαινόμενο μείζονος σημασίας. Πρόκειται για ένα δύσκολο και πολυδιάστατο φαινόμενο που δεν μπορεί εύκολα να αντιμετωπιστεί. Στη Δυτική Ευρώπη οι κυβερνήσεις έχουν προσπαθήσει μάταια να περιορίσουν το πρόβλημα, πράγμα που δεν επιτυγχάνεται, με αποτέλεσμα την διαρκή αλλαγή στους νόμους τους, με αποτέλεσμα να αναδύεται ο κατασταλτικός χαρακτήρας και όχι μέτρα ανασταλτικά για την εξάλειψη αυτού.

Μάλιστα σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθεί πως και η Ελλάδα αποπειράθηκε να φέρει εις πέρας την επίλυση του προαναφερθέντος φαινομένου (τις δεκαετίες του 80’ και 90’), έχοντας πάντα υπόψη της το Ευρωπαϊκό Νομοσχέδιο σχετικά με τον χουλιγκανισμό. Ειδικότερα, οι ποινές όσων σχετίζονται με επεισόδια βίας γίνονται όλο και πιο αυστηρές, όσο περνούν τα χρόνια.

Επιπρόσθετα, ας επισημανθεί πως τα ακραία επεισόδια βίας χαρακτηρίζονται ως «χουλιγκανισμός». Όπως αναφέρει και ο καθηγητής κ. Μαστρογιαννάκης: «Οι συμπλοκές μεταξύ́ οπαδών και αστυνομίας αυξάνονται σε τέτοιο βαθμό́ ώστε στα μέσα της δεκαετίας του 1980 να χαρακτηριστούν με τον όρο «αντάρτικο πόλεων». Πρόκειται για ένα άξιο απορίας φαινόμενο καθώς δεν υφίσταται κάποιος ξεκάθαρος νομικός όρος παρόλο που παρατηρείται μια ασταμάτητη και συνεχώς αυξανόμενη εκδήλωση αυτού του φαινομένου. Ο όρος του «χουλιγκανισμού» βέβαια πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τους Βρετανούς στη λογοτεχνία τους κατά τη διάρκεια του 1890 και έχει τις ρίζες του στη κατώτερη εργατική τάξη του Λονδίνου.

Ιστορική Αναδρομή νομικού πλαισίου

Στην Ελλάδα προέκυψε ο νόμος 2725/1999, ο οποίος είχε ως στόχο την καταπολέμηση της οπαδικής βίας, ύστερα από την συνεδρίαση των Υπουργών της Ε.Ε. το 1996. Με γνώμονα αυτόν, τα αθλητικά σωματεία συσπειρώθηκαν και προσπάθησαν να πατάξουν το φαινόμενο του χουλιγκανισμού με απώτερο σκοπό την εύρυθμη λειτουργία των οπαδικών συνδέσμων τους. Εδώ παρατηρούμε ότι η ευθύνη μεταπηδά στα σωματεία.

Μάλιστα, με τον συγκεκριμένο νόμο και την τροποποίησή του σχετικά με τους οργανωμένους οπαδούς στο άρθρο 3 του ν.3057/2002, παρουσιάστηκε με ακρίβεια η νομική φύση και υπόσταση των «Συνδέσμων Φιλάθλων», και τέθηκαν ακόμη οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία, λειτουργία και έλεγχό τους. Επιπρόσθετα, η πολιτεία στόχευε να μεταφέρει την ευθύνη του ελέγχου των οπαδών στους συλλόγους, αποσκοπώντας να τους επιστήσει την προσοχή ότι αν δεν θέλουν τα γήπεδα να είναι άνευ οπαδών λόγω ενδεχόμενης τιμωρίας και κατ’ επέκταση να χάσουν έσοδα, οφείλουν να ελέγχουν και να νουθετούν πρώτοι οι ίδιοι παράνομες και ακραίες συμπεριφορές φιλάθλων κατά τη διάρκεια των αγώνων. Αυτό συνετέλεσε στην δημιουργία του νόμου 3708/2008, ο οποίος με λίγα λόγια επιβάλλει την ίδρυση «λεσχών φιλάθλων». Δηλαδή, οι φανατικοί οπαδοί μετατρέπονταν σε «φίλοι» της ομάδας καθώς αν δεν ήθελαν να περιθωριοποιηθούν και να μην μπορούν να δουν την ομάδα τους στο γήπεδο σε οποιοδήποτε άθλημα, έπρεπε να ακολουθούν τους κανόνες της λέσχης.

Συναφώς, αποτελεί γεγονός ότι στην Ελλάδα του τότε και του τώρα ο κρατικός μηχανισμός για να εξαλείψει τα φαινόμενα της αθλητικής βίας προχωρά στην θέσπιση ενός νομικού και θεσμικού πλαισίου για την λειτουργία των ομαδικών συνδέσμων. Τα αποτελέσματα όμως παραμένουν τα ίδια.

Δημιουργία της οπαδικής βίας και εξέλιξη αυτού του φαινομένου στην Ελλάδα

Αρχικά, αξίζει να αναφερθεί ότι οι πρώτες μορφές οργανωμένων φιλάθλων στην χώρα μας εμφανίζονται στην δεκαετία του 1950, όπου διαθέτουν μορφή και χαρακτήρα εμπνεόμενα από στοιχεία της κοινωνικής ελίτ και με την πλειονότητα των φιλάθλων από τα μεσαία κοινωνικά στρώματα. Στην συνέχεια με την επιβολή της δικτατορίας θεσπίζεται η αναστολή των συνδέσμων φιλάθλων έως την πτώση της, όποτε και αποκαθίσταται η λειτουργίας τους. Το 1970 και κυρίως έπειτα από το 1975 παρατηρείται πως μέσα στο παραδοσιακό μοντέλο των σωματείων αναδύονται και δημιουργούνται άτυποι νεανικοί πύρινες, που στη συνέχεια μερικοί από αυτούς θα εδραιωθούν σε ξεχωριστούς συνδέσμους, ενώ άλλοι θα λειτουργούν «παρασιτικά». Στη συνέχεια, θα δούμε ότι η πολιτεία θα δραστηριοποιηθεί στην νομιμότητα και στον πλήρη έλεγχο των συνδέσμων μέσω του νομικού πλαισίου.

Επίσης, θα υπενθυμίσουμε πως οι οπαδικοί σύνδεσμοι αναδύονταν ταυτόχρονα με την εμπορευματοποίηση του αθλητισμού και ειδικότερα του βασιλιά των σπορ, δηλαδή του ποδοσφαίρου. Βέβαια, η λειτουργία των εν λόγω συνδέσμων επηρεάζεται από τις πολιτικές πεποιθήσεις καθώς και από πολιτικές απόσπασης προσοχής του κοινού από άλλα κοινωνικά – οικονομικά φαινόμενα.
Με τον νόμο 3075/2002 εμφανίζονται αυστηρές προϋποθέσεις για την σύσταση, λειτουργία και εποπτεία των συνδέσμων φιλάθλων, ο οποίος αποτελεί τροποποίηση, του νόμου 2725/1999. Οι εκάστοτε τροποποιήσεις των νόμων τονίζουν την ανάγκη ενός πιο ουσιαστικού κοινωνικού ελέγχου της κοινωνίας. Όσον αφορά την αντιμετώπιση της οπαδικής βίας ξεκινά να εφαρμόζεται η καταγραφή προσωπικών στοιχείων μέσω του βιβλίου μητρώου αλλά και του βιβλίου εσόδων-εξόδων της λέσχης φιλάθλων. Μάλιστα, υποχρεώνονται οι σύνδεσμοι να υποβάλουν στοιχεία στην Γενική Γραμματεία Αθλητισμού (ΓΓΑ) για το εάν υπάρχουν παραρτήματα μέσω αντιγράφων του βιβλίου μητρώου των μελών.

Επίσης, απαγορεύεται η διάθεση εισιτηρίων από μέρη που δε προβλέπονται. Επιπρόσθετα, η σύσταση της Διαρκής Επιτροπή Αντιμέτωπισης της Βίας (ΔΕΑΒ) φαίνεται από το εξώφυλλο πως αποτελεί μια μορφή αντιμετώπισης του συγκεκριμένου φαινομένου. Αν και εσωτερικά φαίνεται να ισχύει, ωστόσο συμβαίνει κάτι διαφορετικό, το οποίο εν τέλει είναι η απλή μεταφορά της ευθύνης από την πολιτεία στη ΔΕΑΒ. Επιπλέον, μια ακόμα μεταρρύθμιση αποτελεί η χρήση ηλεκτρονικού εισιτηρίου και ηλεκτρονικών μέσων εικονογράφησης. Προκύπτει το ερώτημα αν αποτελεί λύση αυτού του είδους η παρακολούθηση όταν η κοινωνία είναι μάρτυρας στη μεταφορά της βίας από το γήπεδο προς τους δρόμους και τις πλατείες και πλέον μάρτυρας πένθους όχι απλός μιας «μεταφοράς».

Οι φίλαθλοι έχουν την ανάγκη να μη εκδηλώνονται μοναχικά, αλλά ομαδικά σαν κοινωνικά όντα μιας ιδιαίτερης κοινότητας. Αφοσιωμένοι με δυνατούς δεσμούς εμπιστοσύνης για την ομάδα τους. Είναι δεδομένο ότι θα υπερασπιστούν και θα τιμήσουν με τον δικό τους τρόπο, πολλές φορές και με θρησκευτική ευλάβεια την ομάδα τους. Η πολιτεία θα πρέπει να σταθεί αρωγός να διδάξει και να προάγει το «ευ αγωνίζεσθαι», να ενστερνιστεί το πρόβλημα χωρίς να το μεταφέρει εκτός αγωνιστικού χώρου. Γενικά, στο μεγαλύτερο ποσοστό των οπαδικών συμπλοκών δεν σημειώνονται υλικές ζημιές παρά μόνο όταν κάνει την εμφάνισή της η αστυνομία. Παρόλα αυτά οι συμπλοκές αυτές έχουν χαρακτηριστεί από τους ισχύοντες νόμους ως εγκληματικές ενέργειες. Γεννάται το ερώτημα αν η ίδια η πολιτεία επιθυμεί αυτό το φαινόμενο να το αντιμετωπίζει «ως εγκληματικό», τότε τι ορίζεται ως έγκλημα; Τότε τώρα που έγινε το έγκλημα ποια είναι η στάση; Τότε τώρα που έγινε ένα τραγικό έγκλημα θα πρέπει να υποβιβάζεται εφόσον πάει να συγκριθεί με τις δηθενίες που αρκετές φορές συμφέρει το κεντρικό σύστημα να γνωρίζει ότι σε έναν «τόπο» θα βρει «αρκετούς». Το εκάστοτε κοινωνικό φαινόμενο προκύπτει αν το αντιμετωπίσουμε υπό διαφορετική σκοπιά, τότε δύναται να λάβει εν τέλει και διαφορετική διάσταση. Έτσι και με τον χουλιγκανισμό όταν τον αντιμετωπίζουμε ως εγκληματικό τότε εγκληματικός θα γίνει και έγινε. Όταν δε τον αφήνουμε να μας δείξει την δική του οπτική και τον οριοθετούμε, όπως μας συμφέρει, θα παραμείνει στη διάσταση που τον οδηγούμε.

Για το τέλος…

Μέσω των νόμων 3372/2005, 3708/2008, 4049/2012 πραγματοποιείται κοινωνικός έλεγχος και υποδηλώνεται η εξουσιαστική μορφή και όχι η καταπολέμηση της βίας, εφόσον αυτή μεταφέρεται αλλού. Η μεταφορά της βίας σε άλλους χώρους εγκυμονεί ωστόσο περισσότερα προβλήματα και όπως αποδείχθηκε σκοταδισμό και πένθος. Η αντιμετώπιση του φαινομένου θα πραγματοποιηθεί, όταν αυτοί που πρέπει, θα ενστερνιστούν και θα συναισθανθούν τον οπαδό. Η βία γεννά βία, η αντιμετώπιση της μέσω της βίαιης εξουσίας γεννά την αμυντική βία των οπαδών, ώστε να προστατεύσουν την ομάδα τους και την υπόληψή τους. Με άλλα λόγια, σαν την μάνα που υπερασπίζεται το παιδί της.

Ας αναλογιστεί κανείς εάν συμφέρει η μεταφορά της βίας να γίνεται στους δρόμους στις πλατείες, στις γειτονιές και να παραλύει και πολλές φορές να θρηνεί όλη η τοπική κοινωνία. Συμπερασματικά, φαίνεται πως η εξουσία έχει μια γλυκιά γεύση. Από την έρευνα του Ζαϊμάκη βλέπουμε ότι στην Ελλάδα το γράφημα των βίαιων επεισοδίων έχει το σχήμα πολυκορυφών σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες που έχει σχήμα U. Τελικά, την πολιτεία την ενδιαφέρει να λύσει ένα φαινόμενο ή να αναδείξει τον εαυτό της με κατασταλτικά μέτρα και να οδηγεί στο μαύρο, στο σκότος και την θλίψη; Η διδαχή της διαφοράς του φιλάθλου από τον οπαδό είναι το επόμενο βήμα. Όλοι είμαστε «φίλοι του αθλητισμού» και «όχι εχθροί του αντιπάλου».
Εις μνήμη…

Με εκτίμηση
Χρυσή Α. Γκοσδή Καθηγήτρια Φυσικής Αγωγής, Msd

Παρόμοια άρθρα

Back to top button