Τί θ’ απογίνουν τώρα;

Και τί θ’ απογίνουν τώρα, όλοι εκείνοι που δεν διδάχθηκαν τίποτα απ’ την ανεπάρκεια του μίσους να επικρατήσει στον κόσμο καθολικά και ασθμαίνοντας στην αρχή συνέδραμαν και περιφερόντουσαν στις πρώτες συνάξεις των μελλοντικών βουλευτάδων της ντροπής και του φθόνου σε ενοικιαζόμενους χώρους ψυχαγωγίας και κοινωνικών συνευρέσεων, άλλοτε γάμων και άλλοτε βαπτίσεων ή γενεθλίων, αλλά εκείνη τη στιγμή σε συγκεντρώσεις ανέραστων καιροσκόπων της πολιτικοκοινωνικής «κακοδαιμονίας» μας;

Τί θ’ απογίνουν τώρα που αισθάνονται πεινασμένοι και απροστάτευτοι μέσα σ’ ένα μαντρί χωρίς βοσκό;

Τί θ’ απογίνουν τώρα που πρέπει ν’ αναμετρηθούν με όση ντροπή τους έχει απομείνει, αλλά η συγγνώμη δε βγαίνει από τα χείλη τους και κάποιοι πιο κουτοπόνηροι το «παίζουν» κοψοχέρηδες της κάλπης;

Αμ οι άλλοι; Εκείνοι που για πλάκα ή για δοκιμή συνετάχθησαν – καθώς τώρα λένε – με τους μαύρους λιμοκοντόρους των βουλευτικών εδράνων, τί θ’ απογίνουν άραγε; Που για τις ζωές που χάθηκαν δε γέλασε κανείς μας! Και για τις δοκιμές τους μαύρισαν οι λέξεις στα χείλη μας! Ας είναι.

Τι θ’ απογίνουν αυτοί που θέλανε να δείρουν και να βάλουν φυλακή τους δημάρχους, τους νομάρχες, τους βουλευτάδες του κατεστημένου, όχι για τον έρωτα και τα μάτια της νομιμότητας, αλλά για την κουτάλα που τους τάϊζε δεκαετίες και κάποια στιγμή το κατσαρόλι άδειασε και βρέθηκαν αντιμέτωποι με την κοινωνική ασχήμια τους;

Τί θ’ απογίνουν οι ανεκπαίδευτοι, αλλά και οι καλά εκπαιδευμένοι γραμματιζούμενοι που συμμετείχαν στην «παρέλαση» του τσούρμου των ημιαγρίων που θέλαν… «να εγέρθητω» όλοι μας, άμα τη παρουσία τους;

Τί θ’ απογίνουν τόσοι και τόσοι για τόσους και άλλους τόσους λόγους, που συνέπραξαν υπεύθυνα ή μη, για να παραφουσκώσει εκείνο το θλιβερό εκλογικό αποτέλεσμα και ψάχναμε να βρούμε ανάμεσά μας στον τόπο που ζούμε, ποιοι είναι οι 15 στους εκατό που θέλουν να μας σπάσουν το κεφάλι;

Και δε σκέφτομαι τίποτα πια γι’ αυτούς που υποβοήθησαν. Για τους άλλους που κοιτάγαν μ’ αναίμακτες τις παλάμες. Για τον τάδε ή τον δείνα που αδιαφόρησαν. Για εκείνους που τρίβαν τα χέρια τους, επειδή εκεί που κυλάει αίμα, κυλάει και χρήμα. Ήρθ’ ο καιρός να το σκεφτούνε μόνοι τους.

– Άλλωστε, πολλοί από δαύτους είναι και πονηροί και θα «τακτοποιηθούν», γιατί όπως λέει κι ο Βάρναλης «Φρόνιμα και τακτικά πάω μ’ εκείνον που νικά» -.

Σκέφτομαι για όλους όσοι δεν ξέρουν τι ν’ απογίνουν τώρα, που πρέπει να ξεχάσουν έντεχνα και με περίτεχνο τρόπο, τους κουμπάρους, τους φίλους, τους συγγενείς, τους γείτονες, τους συνεργάτες, τους συναδέλφους τους, που κονταίνοντας εαυτούς όλοι τους, έδωσαν ανάστημα στ’ ανθρωπάκια του μίσους και του διχασμού.

Στ’ ανθρωπάκια, που ο Θεός ας τους λυπηθεί να μετανοήσουν και να πάμε όλοι μαζί παρακάτω.

[…Τ᾿ ἁγνά μας ἐθνικόπουλα, ὁρκισμένα
τὸν ἅγιον ὅρκο τῶν ἀρχαίων ἐφήβων,
γράφουν στὴν πλάκα τῶν τουφεκισμένων
ἀπὸ τοὺς Γερμανούς: «Καλὰ σᾶς κάναν!»

Καὶ στὴν κορφὴν ἀπάνου ὁ Μαῦρος Ἥλιος!
Τὸν κοιτᾷς καὶ σαπίζουνε τὰ λούκια σου.
Διχτάτορας! Ὅλ᾿ ἡ κοπριὰ τοῦ αἰῶνα
κοιλοπονοῦσε γιὰ νὰ τὸν ξεράσει!

Αὐτοὶ Πατρίδα, Ἅγια Γραφὴ καὶ Σπόρος!
Κι ἀπ᾿ τὰ ἱερά μας κόκαλα βγαλμένη
ἡ Προδοσία στὸ μασκοφόρο δίνει
σπαθὶ μ᾿ ἕνα χρυσὸ πουγκὶ γιὰ φούντα!

Τῶν αἱμάτων σου οἱ ποταμοί, Λαέ,
δὲν κάνουν ἕνα ρόχαλο δικό τους.
Κι ἂν τὴ στερνή σου ἁρπάξανε μπουκιά,
σοῦ ἀφήσανε τὴ δόξα τοῦ Θανάτου.

Στὴ χώρα κάτω νύχτωσεν ἡ μέρα,
μαύρη καπνούρα κι οὐρλιαχτὰ καὶ θρῆνος.
Δικὰ καὶ ξέν᾿ ἀγριόσκυλα, ζευγάρι,
σὲ μαγαρίζουν, κοσμογόνε Βράχε!

Πασκαλιὰ στὸ βασίλειο τῶν Σκιῶν!
Ἀναστημένα μάρμαρα καὶ μπροῦντζοι
κατηφορᾶνε χορευτὰ μὲ πήδους
νὰ μοιραστοῦν τὴ σάρκα σου, λαουτζίκο!

Απόσπασμα: Πάνθεον Ἐθνικοφροσύνης (Ὅλοι με πιστοποιητικόν). Ποίημα, Κώστα Βάρναλη.

Εξώφυλλο εικόνας: Ζωγραφικό έργο, Γιάννης Αδαμάκης

Α. Μπακαούκας

Παρόμοια άρθρα

Back to top button