ΦΑΚΕΛΟΣ ΤΗΛΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ: Νεύρα, άγχος, ένταση μέχρι και θλίψη είναι μερικές από τις αντιδράσεις των παιδιών

Έχοντας λάβει την άδεια αναδημοσιεύουμε συνέντευξη της κ. Σταυρίνα Ψιμοπούλου που έδωσε στην Μαρία Κεφαλά για το μέσο 2020mag.gr
Η Σταυρίνα Ψιμοπούλου είναι ψυχολόγος, εκπαιδεύτρια γονέων, με ειδίκευση στην παιδοψυχολογία, στη σχολική ψυχολογία, στη θεραπεία ζεύγους (emotional focused therapy) και στη συστημική ψυχοθεραπεία. Είναι ακόμα ιδιοκτήτρια του παιδικού σταθμού – νηπιαγωγείου «Παραμυθούπολη» και εργάζεται ως ψυχολόγος στα Εκπαιδευτήρια Καντά.
Μαζί με όλα τα παραπάνω, είναι και μητέρα της 4χρονης, τηλεκπαιδευόμενης, Νεφέλης και του 12χρονου Οδυσσέα.

Η Σταυρίνα Ψιμοπούλου αναλύει με έναν άκρως λιτό και αποκαλυπτικό λόγο τις καταστροφικές για την ψυχολογία των παιδιών συνέπειες της τηλεκπαίδευσης και την εφιαλτική πιθανότητα, εν μέρει, μονιμοποίησής της. Όλοι όσοι έχουν παιδιά σε οποιαδήποτε βαθμίδα εκπαίδευσης θα παρατηρήσουν ομοιότητες σε όσα λέει με όσα βιώνουμε καθημερινά. Το παράδοξο και αποκαλυπτικό βεβαίως είναι ότι αυτές τις ομοιότητες δεν τις βλέπουν οι «ειδικοί».

Οπότε μένουμε σπίτι και άρα ασφαλείς όπως σαφώς και πρέπει, αλλά ταυτόχρονα μένουμε και μακριά από το γνωστικό αγαθό όπως αυτό πρέπει να καρπώνεται από τους διδασκόμενους. Και επίσης μένουμε με παιδιά κουρασμένα, θλιμμένα και «απομακρυσμένα». Και σε καιρό πολέμου, όπως όλοι έχουμε συμφωνήσει ότι διανύουμε, χρειάζονται άλλα μέτρα. Ποια; Αυτό είναι μια άλλη συζήτηση.

Συνέντευξη:

Πώς βιώσατε τη νέα συνθήκη, που για εσάς ήταν και πολύπλοκη;

«Μόλις ξεκίνησε, είχα μια τρομερή αμηχανία ως μητέρα, γιατί δεν ήξερα τι είναι. Ως εμπειρία ήταν η χειρότερη. Η Νεφέλη είναι 4 χρόνων και ο Οδυσσέας στα 12. Την ώρα που γίνεται η τηλεκπαίδευση, εγώ πρέπει παράλληλα να δουλεύω στο ίδιο πλαίσιο με το παιδί. Α priori ήταν ένα concept ανέφικτο, έφερε μεγάλο εκνευρισμό σε όλους και διατάραξε τη σχέση μου με τα παιδιά και με τους μαθητές μου. Κάνω τις ψυχοκινητικές δράσεις στο δημοτικό και στο νηπιαγωγείο-παιδικό σταθμό. Μου ήταν πολύ δύσκολο, γιατί δεν είχα την επαφή που χρειαζόμουν. Στη συμβουλευτική γονέων ή στις συνεδρίες μου ήταν πολύ δυσάρεστο και καθόλου εύκολο, δεν είχα τη διάδραση που χρειάζεται για να μπορέσω να βοηθήσω. Ως ιδιοκτήτρια σχολείου, το πρόβλημα ήταν ακόμα μεγαλύτερο, γιατί χάσαμε την επαφή με τα παιδιά και όλο αυτό προκάλεσε πλήγμα και στο οικονομικό κομμάτι γιατί υπήρχε μεγάλη δυσκολία στη διευθέτηση του οικονομικού από τους γονείς, ενώ είχαμε τηλεκπαίδευση».

Πώς επηρεάζει τους μαθητές;

«Όλο αυτό που λέγεται «τηλεκπαίδευση» έχει προκαλέσει πάρα πολλές αντιδράσεις στα παιδιά. Νεύρα, άγχος, ένταση μέχρι και θλίψη. Είμαι πάντα παρούσα την ώρα του μαθήματος για να παρέμβω σε ό,τι χρειάζεται».

Τα δημόσια σχολεία δεν έχουν τέτοια παροχή.

«Όχι, υπάρχει ένας ψυχολόγος ανά πέντε σχολεία και αυτός όχι ενεργός συνεχώς».

Όλο το σκηνικό έχει δείξει τι θα αφήσει; Και γνωσιακά και κοινωνικοσυναισθηματικά;

«Γνωσιακά είναι πολύ μεγάλο το έλλειμμα, δεν συγκρίνεται το «είμαι στο σπίτι μου, πίνω το γάλα μου, τρώω το πρωινό μπροστά σε μια οθόνη» με το «ντύνομαι, παίρνω την τσάντα μου, για να πάω στο σχολείο, να δω τους φίλους μου, να γίνω μέλος μιας ομάδας, ώστε να μπορέσω να παρακολουθήσω και να αποθηκεύσω τη γνώση». Καθαρά μαθησιακά, το να μάθει ένα παιδί είναι πολύ πιο δύσκολο αυτή τη στιγμή. Οι δάσκαλοι έχουν τεράστιο θέμα, μια ύλη που πιέζει και, από την άλλη, δεν μπορούν να επικοινωνήσουν με τα παιδιά. Πρόκειται για μια γενιά που μαθαίνει να… μαθαίνει τελείως αλλιώς και πολύ κόντρα στο φυσικό. Που είναι το «βλέπω τους συμμαθητές μου, έχουμε τις ίδιες απορίες, βλέπω το δάσκαλο ή τη δασκάλα μου, μπορώ να πάω πιο κοντά, να του πω μια απορία. Δεν χρειάζεται να ανοίξω το μικρόφωνο ή μια κάμερα και να είμαι στο σπίτι μου». Επίσης, μάθημα δεν μπορεί να γίνει – όπως και δουλειά για τους μεγάλους – όταν είμαστε στο σπίτι. Το σπίτι συμβολίζει την αποσυμπίεση, συμβολίζει την αγχόλυση, είναι το καταφύγιό μας, δεν μπορεί όλο αυτό να μεταμορφωθεί σε κάτι άλλο. Καλούμαστε τώρα σπίτι να κάνουμε και δουλειά και να είμαστε και επαγγελματίες σωστοί και γονείς.

Ταυτόχρονα και δάσκαλοι και διασκεδαστές για τα παιδιά μας, να φροντίζουμε και το σπίτι, να είμαστε και καλοί σύντροφοι ο ένας για τον άλλον. Όλα αυτά, εκ των πραγμάτων, είναι κόντρα στο φυσικό. Το χειρότερο που βλέπουμε είναι ότι πολλά παιδιά θεωρούν ότι δεν υπάρχει χρησιμότητα του σχολείου πια. Πάρα πολλοί μαθητές γυμνάσιου γύρισαν και μου είπαν «γιατί πρέπει να πάμε ξανά σχολείο; Γιατί να χαλάμε χρόνο;». Μία πρώτη συνέπεια πολύ απτή: ότι αισθάνονται ότι δεν είχε νόημα. Η ένταση και ο εκνευρισμός παρατηρείται στα μικρότερα παιδιά του δημοτικού και της προσχολικής ακριβώς επειδή δεν υπάρχει η ανάλογη εκτόνωση. Μέσα από το κοινωνικό πλαίσιο που λέγεται «μαθητική ομάδα» και περιέχει την εκτόνωση της μαθησιακής διαδικασίας (θα χαρώ εκείνη τη στιγμή που θα μάθω κάτι και θα έχω το άμεσο αποτέλεσμα μπροστά μου). Το άλλο που έχει παρατηρηθεί είναι το άγχος και το στρες. Πάρα πολλοί μαθητές, εκτός του ότι φοβούνται τον κορονοϊό, φοβούνται πολύ και το κομμάτι «χάνω τους φίλους μου, δεν ξέρω να κάνω τίποτα σωστά, καμία άσκηση». Με αποκορύφωμα του συναισθήματος της θλίψης και της λύπης, ειδικά στα πιο μεγάλα παιδιά, εκείνα που δίνουν πανελλήνιες. Έχω τέτοια περιστατικά που μην ξεχνάμε ότι μέσα σε ένα χρόνο έχουν κάνει μάθημα ένα μήνα. Τα παιδιά αυτά είναι χαμένες γενιές. Έχω ακούσει παιδί να λέει «έχω ξεχάσει να μιλάω στους φίλους μου και σιγά μην ασχοληθώ να μάθω κάτι».

Θα αντικαταστήσει η εξ αποστάσεως τη διά ζώσης εκπαίδευση; Γίνεται;

«Υπάρχει πολύ έντονο το κομμάτι που υποστηρίζει ότι όλα γίνονται ψηφιακά και πρέπει αυτή η γενιά να εκπαιδευτεί. Έχουν έρθει γονείς και μου έχουν πει «γιατί σας πειράζει; Δεν καταλαβαίνω. Το παιδί πρέπει να μάθει να είναι μπροστά από έναν υπολογιστή, γιατί αυτό θα ακολουθήσει στην επομένη ζωή του, ας το μάθει από τώρα, να μην έχουμε προβλήματα». Ήρθε για να μείνει, είναι δεδομένο. Ήδη ξέρουμε ότι και ο επόμενος χρόνος θα κυλήσει έτσι, αλλά, από εκεί και πέρα, να μείνει σε ένα βαθμό που να είναι χρήσιμο. Το «μόνιμα» το θεωρώ καταστροφικό και εγκληματικό. Το να είναι η εναλλακτική, η έσχατη λύση σε μια περίοδο κρίσης είναι θεμιτό. Αλλά δεν θεωρώ, σε καμία περίπτωση, ότι μπορεί να αντικαταστήσει τη διά ζώσης εκπαίδευση. Αν το αποφασίσουν, θα υπάρχει μια τεράστια μετάβαση και ένα τεράστιο ζήτημα, ένα focus στο Εγώ, στη μονάδα, στο «κλείνομαι σε αυτό που δείχνω» με ένα ψηφιακό προφίλ, σε έναν ψηφιακό εαυτό. Κάτι που μας απομακρύνει από τη σύνδεση και την αλήθεια. Η ανάγκη να είσαι με κάποιον είναι πάνω από όλα. Τέλος. Όπως έλεγε ο Μάσλοου, ο κοινωνιολόγος, στην πυραμίδα των αναγκών πρώτα ικανοποιούμε την επιβίωση, μετά την ασφάλεια και μετά την κοινωνικοποίηση. Αυτή η ανάγκη για σύνδεση δεν μπορεί να κλονισθεί έτσι απλά».

* τα σχόλια είναι ανεξάρτητα της πρωτότυπης δημοσίευσης

Παρόμοια άρθρα

Back to top button