Δ. Αγιομυργιαννάκης: Το Πένθος για την Ελπίδα που δεν ήρθε και οι Εκλογές του Σεπτεμβρίου

Οι εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου φαίνεται να είναι οι πλέον «υποτονικές» και «αδιάφορες» από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα. Η βαθμιαία αλλά και σύντομη εναλλαγή του συναισθήματος των πολιτών, από την αισιοδοξία, τη χαρά και κυρίως την ελπίδα που προκάλεσε η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, στην απόλυτη απογοήτευση και την απόγνωση που σήμανε η υπογραφή του τρίτου Μνημονίου, έχει μετατρέψει τη χώρα σε ένα απέραντο μελαγχολικό τόπο στον οποίο κυριαρχεί η θλίψη. Για ένα μεγάλο μέρος των πολιτών όμως, που στήριξαν και βάσισαν τις ελπίδες τους στον ΣΥΡΙΖΑ, αυτό που βιώνουν είναι κάτι που ξεπερνά την απλή θλίψη. Είναι χωρίς υπερβολή ένα βαρύ πένθος.

 

Το πένθος είναι μια φυσιολογική ψυχική αντίδραση που συνοδεύει κάθε σημαντική απώλεια που μπορεί να βιώσει ένας άνθρωπος. Συνήθως πενθούμε την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, αλλά οι άνθρωποι μπορεί να βιώσουν πένθος και σε άλλες ψυχοτραυματικές καταστάσεις, όπως η απώλεια της υγείας, της θέσεως εργασίας ή έπειτα από έναν επώδυνο χωρισμό. Η συντριπτική ήττα της κυβέρνησης (και της στρατηγικής) Τσίπρα και η προσχώρηση του κόμματός του στο μνημονιακό πολιτικό χώρο, αποτέλεσε το δίχως άλλο ένα μείζον ψυχοτραυματικό γεγονός για την κοινωνία μας και μάλιστα τόσο ισχυρό ώστε να κινητοποιήσει τη διαδικασία ενός μαζικού πένθους.

 

Η (επί)λύση του πένθους είναι μια σύνθετη ψυχική διεργασία κατά την οποία ο ανθρώπινος ψυχισμός περνάει από διάφορα στάδια. Συνήθως η πρώτη αντίδραση ενός ανθρώπου στην είδηση της απώλειας είναι η άρνηση, για να ακολουθήσει στη συνέχεια ο θυμός, η κατάθλιψη, η επαναδιαπραγμάτευση και τελικά η λύση-μετάβαση και σταθεροποίηση σε μια νέα κατάσταση ψυχικής ισορροπίας και υγείας. Επειδή όμως ο κάθε άνθρωπος βιώνει την απώλεια με διαφορετικό τρόπο, ο χρόνος που απαιτείται προκειμένου να περάσει κάποιος από όλες αυτές τις φάσεις, αρκετές φορές μάλιστα όχι από όλες ή όχι με αυτή τη σειρά, διαφέρει.

 

Η άρνηση, σε γενικές γραμμές, έχει σκοπό να προστατεύσει τον ανθρώπινο ψυχισμό από στρεσογόνα γεγονότα ζωής αλλά και να του δώσει χρόνο να προσαρμοστεί σε αυτά. Κάτι τέτοιο όμως επηρεάζει, όπως είναι φυσιολογικό, τον τρόπο που οι άνθρωποι αξιολογούν την πραγματικότητα γιατί δεν τους επιτρέπει να εξετάσουν με ορθολογικό τρόπο και με την απαραίτητη αποστασιοποίηση τα γεγονότα ζωής. Έτσι λοιπόν δεν είναι σπάνιο οι άνθρωποι οι οποίοι βρίσκονται σε άρνηση, όταν σχολιάζουν τις πολιτικές εξελίξεις και αναφερόμενοι στον Αλέξη Τσίπρα να δηλώνουν ότι: «έκανε αυτό που μας υποσχέθηκε, διαπραγματεύτηκε σκληρά, ποτέ δε μας μίλησε για εθνικό νόμισμα». Κάποιοι μάλιστα επιλέγουν να τον παρουσιάζουν και σαν ήρωα: «Τον εκβίασαν, 17 ώρες τον είχαν και τον βασάνιζαν, το έκανε για να μη καταστραφούμε σαν χώρα».

 

Ένας άνθρωπος όμως που θα είχε ξεπεράσει το στάδιο της άρνησης και γιατί όχι και της προβλητικής ταύτισης με τον Αλέξη Τσίπρα, θα ήταν υποχρεωμένος αντί να ρίχνει στάχτη στα ίδια του τα μάτια, να θέσει στον εαυτό του πιο ουσιώδη ερωτήματα: Πως σκεφτόταν ο Αλέξης Τσίπρας και το κόμμα του να διαπραγματευτούν σκληρά χωρίς εναλλακτικό σχέδιο; Πόσο και πως είχαν προετοιμαστεί για να κάνουν κάτι άλλο αν το απαιτούσαν οι συνθήκες; Αν δεν είχαν προετοιμαστεί, γιατί δεν προετοιμάστηκαν; Πως δεν προέβλεψαν ότι θα εκβιαστούν; Κι αν δεν προέβλεψαν κάτι τέτοιο, τότε πως στην ιδρυτική διακήρυξη του κόμματος ισχυρίζονταν ότι είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν κάθε εκβιασμό; Κι αν η ρήξη με τους δανειστές και η έξοδος από το Ευρώ θα κατέστρεφε τη χώρα και δεν μίλησαν ποτέ για εθνικό νόμισμα, τότε γιατί πάλι στην ιδρυτική διακήρυξη του κόμματος έγινε δεκτή ομόφωνα η θέση: «καμία θυσία για το Ευρώ»; Πότε ο Αλέξης Τσίπρας και το κόμμα του υποσχέθηκαν στον ελληνικό λαό ότι θα πάνε για σκληρή διαπραγμάτευση αλλά αν αποτύχουν θα γυρίσουν με ένα τρίτο μνημόνιο γιατί οτιδήποτε άλλο θα ήταν καταστροφικό για τον τόπο;

 

Όσοι πάλι, τυχεροί υπό μια έννοια γιατί έτσι τουλάχιστον η πορεία λύσης του πένθους προχωρά, έχουν καταφέρει να ξεφύγουν από την πλάνη της άρνησης, μπορεί είτε να εκφράζουν θυμό, είτε να βρίσκονται σε μελαγχολία, είτε να βιώνουν και τις δύο καταστάσεις ταυτόχρονα. Ο θυμός είναι ένα φυσιολογικό ανθρώπινο συναίσθημα και συνιστά ως ένα βαθμό μια πιο υγιή προσαρμοστική ανταπόκριση στην απώλεια από την άρνηση. Αν μη τι άλλο θα ήταν το λιγότερο παράλογο να μη θυμώσει κάποιος όταν θεωρεί π.χ. ότι έχει εξαπατηθεί.

 

Όμως κι ο θυμός δεν είναι μια κατάσταση στην οποία μπορεί να παραμείνει για καιρό ένας άνθρωπος, και όταν παραμένει ανεπεξέργαστος και δεν μετουσιώνεται τότε αναπόφευκτα οδηγεί στην εξάντληση των ψυχικών αντοχών και δίνει τη θέση του στην κατάθλιψη. Η κατάθλιψη δεν είναι μια φυσιολογική κατάσταση σαν το θυμό αλλά μια ψυχοπαθολογική κατάσταση. Πέραν από τον ψυχικό πόνο και τη θλίψη που προκαλεί, τη συνοδεύει η απάθεια, η απραξία και η παραίτηση. Η κατάθλιψη ενεργοποιεί αρνητικούς τρόπους σκέψης για τον εαυτό μας, το μέλλον μας και τους συνανθρώπους μας. Μας καταδικάζει σε απομόνωση και μας προκαλεί μια επώδυνη εσωστρέφεια. Η συλλογικότητα και η κοινωνικότητα, πολύτιμοι σύμμαχοι του ανθρώπου απέναντι στο πένθος της απώλειας, εξαϋλώνονται και δίνουν τη θέση τους στην ιδιώτευση.

 

Η λυτρωτική επαναδιαπραγμάτευση είναι το στάδιο που σηματοδοτεί την πορεία προ τη λύση του πένθους. Ο άνθρωπος συνήθως μέσα από αυτή την επώδυνη διαδικασία βγαίνει σοφότερος, περισσότερο φιλοσοφημένος και ιεραρχεί με διαφορετικό τρόπο τις προτεραιότητές του. Είναι σε θέση πλέον να κάνει ξανά σχέδια για τη ζωή του, να θέσει νέους στόχους, να αναζητήσει νέα οράματα, να δώσει νέο νόημα και περιεχόμενο στη ζωή του και να δοκιμάσει νέους δρόμους για να επιτύχει αυτά τα οποία επιθυμεί. Το πένθος βέβαια στον ένα ή τον άλλο βαθμό δεν εξαφανίζεται εντελώς. Γι’ αυτό άλλωστε το ζητούμενο είναι η λύση του και όχι η λήθη.

 

Αν και το πένθος απαιτεί ομολογουμένως αρκετό χρόνο για να επιλυθεί, οι πολίτες της χώρας θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι δεν έχουν την πολυτέλεια να το παρατείνουν κι άλλο (πόσο μάλλον  να παραδοθούν στην παραλυτική του μελαγχολία) και ότι οφείλουν με θάρρος να αποχαιρετίσουν τον ΣΥΡΙΖΑ που χάνεται ως άλλη «Καβαφική Αλεξάνδρεια» στα μνημονιακά βάθη του ιστορικού ορίζοντα.

 

Η σχεδόν παραληρηματική και δογματική προσήλωση στην αναζήτηση διεξόδου από την κρίση εντός των πλαισίων του Ευρώ, η οποία υπήρξε βασική προτεραιότητα των κομμάτων που κυβέρνησαν μέχρι σήμερα, συνετρίβη την ημέρα που σχεδόν σύσσωμο το πολιτικό σύστημα υπέγραφε, καθ’ υπόδειξη και κατά εντολή των πιστωτών, το τρίτο μνημόνιο.

 

Το αντιμνημονιακό πολιτικό μέτωπο μέσα στους τελευταίους δύο μήνες έχει ήδη ωριμάσει πολύ περισσότερο από όσο είχε ωριμάσει αθροιστικά τα προηγούμενα 5 έτη, έχει απαλλαγεί από τα συστημικά βαρίδια που το εμπόδιζαν να αναπτυχθεί και το μόνο που χρειάζεται πλέον να γίνει είναι να ξεπεράσουν το συντομότερο οι πολίτες το πένθος που βιώνουν. Η επόμενη Κυριακή θα μπορούσε να είναι μια εξαιρετική αρχή προς αυτή την κατεύθυνση!

 

*Ο Δημήτρης Αγιομυργιαννάκης είναι Ψυχίατρος και μέλος της προσωρινής Συντονιστικής Επιτροπής της ΛΑΕ Μεγάρων

 

Παρόμοια άρθρα

Back to top button