Η αναπόφευκτη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ και οι ευθύνες της ομάδας Τσίπρα

Όπως όλοι γνωρίζουμε, η  προσπάθεια διαπραγμάτευσης της κυβέρνησης με τους πιστωτές προς αναζήτηση ενός «αμοιβαία επωφελούς συμβιβασμού» κατέληξε σε μια άνευ προηγουμένου αποτυχία, τόσο γι’ αυτούς οι οποίοι οραματίστηκαν και υλοποίησαν αυτή τη στρατηγική επιλογή, όσο και για την κοινωνία και τη χώρα μας, η οποία καλείται ουσιαστικά όχι μόνο να συνεχίσει να πορεύεται μέσα στα ασφυκτικά πλαίσια που θέτει ο νεοφιλελεύθερος μονόδρομος των μνημονίων εξαθλίωσης και λιτότητας, αλλά και να διαχειριστεί σε ψυχολογικό  επίπεδο  μια ακόμη τεράστια συλλογική της ματαίωση. Δυστυχώς η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ «πέτυχε» μετά από 6 μήνες διαπραγματεύσεων όχι μόνο να ενταφιάσει τις προσδοκίες ενός σημαντικού τμήματος του λαού αλλά και να τον οδηγήσει σε μια άνευ όρων ατιμωτική υποταγή στις τιμωρητικές κι εκδικητικές απαιτήσεις των «θεσμών».

 

Οι λόγοι που φτάσαμε ως εδώ είναι πολλοί και παρά το ότι θα ήταν άδικο, αφελές κι ανιστόρητο να χρεωθεί αυτή η κυβέρνηση την αποκλειστική ευθύνη για όλες τις κακοδαιμονίες του τόπου, ή για τη δεινή θέση  στην οποία έχουμε περιέλθει,   θα ήταν εξίσου άδικο να μην της καταλογίσουμε το μεγάλο μερίδιο ευθύνης που της αναλογεί. Ένα μερίδιο ευθύνης που έχει να κάνει όχι μόνο με τη λάθος στρατηγική επιλογή της διαπραγματευτικής ομάδας Τσίπρα αλλά και με την ανορθολογική εμμονή κι επιμονή της να αρνείται να εξετάσει, να σχεδιάσει και να προετοιμάσει, με την πρέπουσα σοβαρότητα, ένα εναλλακτικό σχέδιο εξόδου από την κρίση, υπό την προϋπόθεσή βέβαια, ότι θα ήταν πλήρως αποφασισμένη να το υλοποιήσει αν οι συνθήκες το επέβαλλαν. Ο Πρωθυπουργός και οι στενοί του συνεργάτες (Δραγασάκης, Φλαμπουράρης, Σταθάκης, Παππάς κλπ.) έδειξαν δυστυχώς πρωτοφανή, στα όρια της βλακείας, πολιτική αφέλεια κι αυτό είναι ακόμη χειρότερο από τη, ρητά επιβεβαιωμένη πλέον μετά και την υπερψήφιση του νέου μνημονίου, νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ, γιατί προσθέτει στα οξύτατα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα, έναν ακόμη εξαιρετικά δυσμενή και επιβαρυντικό για την κρισιμότητα των πολιτικών περιστάσεων παράγοντα, αυτόν των περιορισμένων πολιτικών ικανοτήτων τόσο του Πρωθυπουργού όσο και των συνεργατών του.

 

Ακόμη χειρότερα δε, η συνολική στάση και πολιτική παρουσία της ομάδας αυτής και του ίδιου του Πρωθυπουργού, όχι μόνο απέτρεψε τον έγκαιρο σχεδιασμό κάποιου εναλλακτικού σχεδίου αλλά υπονόμευσε κι ακύρωσε κάθε προσπάθεια να ανοίξει η συζήτηση για το θέμα αυτό  τόσο εντός, όσο και εκτός του κόμματος.  Αυτή τη συζήτηση την είχε και την έχει μεγάλη ανάγκη η ελληνική κοινωνία γιατί  από την έναρξη της κρίσης μέχρι και σήμερα βρίσκεται συνεχώς αντιμέτωπη με απειλές κι εκβιασμούς, από το σύνολο όσων, από θέση  ισχύος, αποπειρώνται να καθυποτάξουν τους πολίτες  στη μια και μοναδική αλήθεια («δεν υπάρχει εναλλακτική») του σύγχρονου πολιτικού ολοκληρωτισμού που ονομάζεται νεοφιλελευθερισμός, ο οποίος βεβαίως, καλό θα είναι να μην το ξεχνάμε, δεν είναι τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από την κυρίαρχη μορφή καπιταλισμού τα τελευταία 40 χρόνια. Η μεθοδευμένη αυτή άρνηση της έναρξης ενός γόνιμου διαλόγου γύρω από το θέμα των εναλλακτικών προτάσεων είχε τελικά ως κατάληξη τη θεαματική παλινόρθωση του ευρωμονόδρομου, όπως αυτή εκφράζεται πλέον πολιτικά,  μέσα από την άτυπη συγκυβέρνηση ενός μέρους του ΣΥΡΙΖΑ με τις πολιτικές δυνάμεις εκείνες που από το 2010 μέχρι σήμερα έχουν ταχθεί ρητά και απερίφραστα υπέρ της συγκεκριμένης επιλογής.

 

Όμως η πλέον κατακριτέα πολιτική πράξη του Πρωθυπουργού και των συμβούλων του δεν είναι, όσο  κι αν φαίνεται περίεργο, ούτε η υπερψήφιση ενός ακόμη Μνημονίου και μάλιστα χειρότερου από αυτά που υποσχέθηκαν να καταργήσουν, στο οποίο, ας είμαστε ειλικρινείς, σύρθηκαν δεμένοι πισθάγκωνα, ούτε το γεγονός ότι ως άλλες μωρές παρθένες δεν προέβλεψαν ότι οι δογματικοί νεοφιλελεύθεροι Γερμανοί και οι κέντρο-, βόρειο- κι ανατολικοευρωπαίοι δορυφόροι τους , θα τους συνέθλιβαν πολιτικά για παραδειγματισμό όπως και τους συνέθλιψαν (κάποιος θα έπρεπε να τους είχε προτείνει, ειδικά σε σχέση με τους Γερμανούς, να διαβάσουν το μύθο του Απόλλωνα και του Μαρσύα) , αλλά το γεγονός ότι με εντελώς οπορτουνιστικό τρόπο εκμεταλλεύτηκαν την αριστερά των κινημάτων, των κοινωνικών αγώνων, της αλληλεγγύης , της μαχητικής αντίστασης στους νεοφιλελεύθερους μονόδρομους, όλο δηλαδή αυτό το ζωντανό κομμάτι της κοινωνίας μας που βρισκόταν και βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των κοινωνικών αγώνων, μόνο και μόνο για να υφαρπάξουν την ψήφο ενός σημαντικού αριθμού πολιτών οι οποίοι έδειχναν, ήδη από την εποχή των αγανακτισμένων, να ριζοσπαστικοποιούνται πολιτικά. Αυτό το κομμάτι της κοινωνίας είχε το δημοκρατικό δικαίωμα, ακόμη και αν ο κ. Τσίπρας και οι υποστηρικτές του το ήθελαν (όπως φάνηκε στην πορεία)μόνο ως διακοσμητικό στοιχείο, να εκφραστεί μέσα από την Αριστερά στα πλαίσια ενός πολυσυλλεκτικού πολιτικού φορέα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος παρουσίαζε μια ορατή προοπτική διακυβέρνησης κι όχι να γίνει απλά το «αριστερό δεκανίκι-άλλοθι» κάποιων ανθρώπων των οποίων ο πολιτικός σχεδιασμός περιοριζόταν στην υλοποίηση των προσωπικών τους επιδιώξεων. Είναι δε βέβαιο ότι αν δεν υπήρχε αυτό το ριζοσπαστικό αριστερό «δεκανίκι», ο ΣΥΡΙΖΑ με την πολιτική πρόταση του «Î­ντιμου επωφελούς συμβιβασμού» δε θα έπειθε παρά μόνο ένα μικρό μέρος από όσους τον ψήφισαν τον Ιανουάριο, καθόσον σε αυτή την περίπτωση η εκλογική του απήχηση θα περιοριζόταν στο τμήμα αυτό της κοινωνίας το οποίο ενώ πρακτικά συμφωνούσε με την πολιτική των μνημονίων ταυτόχρονα αναζητούσε μη διεφθαρμένα πρόσωπα για να την εφαρμόσουν «σωστά». Όμως αυτό το ρεύμα όχι μόνο δε μπορούσε να θεωρηθεί αριστερό αλλά απείχε πολύ κι από το να χαρακτηριστεί πλειοψηφικό εντός της κοινωνίας. Από την άλλη πλευρά πάλι, οι ψήφοι των αγανακτισμένων με τα μνημόνια, των ανθρώπων που είχαν πληγεί βάναυσα από τη λιτότητα, την ανεργία, τη φτώχεια και την ανέχεια και ήταν ψυχικά έτοιμοι ακόμη και για μια ενδεχόμενη ρήξη, ήταν πάρα πολλές για να αγνοηθούν. Αυτή ήταν ενδεχομένως και η μεγάλη προσωπική «επιτυχÎ¯α» του κ. Τσίπρα.  Κατάφερε μέσα από ένα προσεκτικά επιλεγμένο αμφίσημο πολιτικό λόγο τον οποίο διάνθιζε περιστασιακά με λεονταρισμούς και υπερβολές να κλείνει πονηρά το μάτι προς τους ριζοσπάστες αριστερούς, εντός και εκτός κόμματος, ενώ ταυτόχρονα καθησύχαζε  τους μετριοπαθείς κεντροαριστερούς, όπως ο ίδιος, διαβεβαιώνοντας τους ότι δε θα διακινδύνευε τη ρήξη με το «ιερατεÎ¯ο» της ΕΕ. Με αυτό τον τρόπο ο κ. Τσίπρας μπορούσε να εμφανίζεται ταυτόχρονα ως «απειλή» για την ΕΕ αλλά και ως συνεπής φιλοευρωπαίος, να του αποδίδεται ο χαρακτηρισμός του «επαναστάτη» αλλά και του ανθρώπου που σέβεται πλήρως το πλαίσιο λειτουργίας της ΕΕ Î® να παίρνει θέση είτε – ανοιχτά – υπέρ του Ευρώ είτε , αν αναγκαζόταν, έμμεσα ακόμη και υπέρ της επιστροφής στο εθνικό νόμισμα (στο μέτρο και στο βαθμό που έστω και τυπικά τον δέσμευε κι αυτόν η συλλογική απόφαση του κόμματος που σαφώς προέβλεπε το ξεχασμένο πλέον «καμία θυσία για το Ευρώ»).

 

Η εξέλιξη των ιστορικών γεγονότων αποδεικνύει πέραν κάθε αμφιβολίας ότι ο κ. Τσίπρας είχε σαφέστατα απορρίψει πολύ προτού γίνει πρωθυπουργός οποιαδήποτε εναλλακτική λύση έθετε σε κίνδυνο την παρουσία της χώρας μας στο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα για λόγους που ο ίδιος τους ξέρει καλύτερα από κάθε άλλο αλλά που θα άξιζε τον κόπο να τους μάθουν και οι πολίτες αυτής της χώρας. Αυτή ήταν δυστυχώς και η μοναδική κόκκινη γραμμή που «κατάφερε» να διατηρήσει απαραβίαστη στη διαπραγμάτευση με τους εταίρους μας.

 

Αυτή η αντιφατική κι ασαφής εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ που δημιούργησε ο Πρωθυπουργός και το επιτελείο του,κατέρρευσε αμέσως μετά  την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του δημοψηφίσματος. Η εικόνα του αγχωμένου κι έμφοβου κ. Τσίπρα, να σπεύδει να συμμαζέψει εναγωνίως κι όπως όπως την καταιγίδα που είχε ενσκήψει στη χώρα, από τον ασκό του Αιόλου που ο ίδιος είχε ανοίξει με το δημοψήφισμα, ήταν το  τραγικό αποκορύφωμα μιας αδιέξοδης στρατηγικής η οποία βασίστηκε σε μια προκλητική περιφρόνηση της πραγματικότητας. Είναι αλήθεια ότι η Ιστορία παίζει άσχημα παιχνίδια σε αυτούς που την υποτιμούν όμως στον Έλληνα Πρωθυπουργό, ο οποίος πορεύτηκε προκλητικά απροετοίμαστος και αφελής σε μια τόσο δύσκολη ιστορική συγκυρία, η Ιστορία του χάρισε μια μοναδική στιγμή στην οποία συμπυκνώθηκαν και συνέπεσαν χρονικά η νίκη με την ήττα, ο θρίαμβος με την πανωλεθρία και η καταξίωση με τον εξευτελισμό. 

 

Είναι ξεκάθαρο σε όλους ότι ο  κ. Τσίπρας και εκβιάστηκε και του ασκήθηκαν έντονες πιέσεις και υπέστη συστηματικό bullyingαπό τους «Εταίρους» μας. Για να είμαστε ειλικρινείς κανένας μας δε θα ήθελε να βρίσκεται στη θέση του. Όμως ως άνθρωπος που ,θεωρητικά τουλάχιστον γιατί στην πράξη αυτό δεν επιβεβαιώθηκε από τις πολιτικές εξελίξεις, προετοιμαζόταν σχεδόν τρÎ¯α  χρόνια για την ανάληψη της διακυβέρνησης, θα έπρεπε όχι απλώς να  Î®ξερε τι τον περίμενε, αλλά να το είχε προβλέψει και να είχε προετοιμαστεί κατάλληλα. Από τη στιγμή που επέλεξε να μην κάνει κάτι τέτοιο δεν έχει πλέον άλλη επιλογή από το να υπεραμυνθεί με κάθε τρόπο των ατυχÏŽν  πολιτικών του επιλογών, να οχυρωθεί πίσω από βολικά ψέματα (π.χ. «δεν είχα άλλη επιλογή») για να μην αντιμετωπίσει τις άβολες αλήθειες (δεν προετοιμάστηκε ποτέ για μια άλλη επιλογή) και να συνεχίσει να πολιτεύεται καταφεύγοντας στις προσφιλείς του φαντασιώσεις  ( μετά από το μέτωπο του νότου και την Ευρώπη του Διαφωτισμού και της Δημοκρατίας, τώρα εμφανίστηκαν τα περίφημα 35 δις για επενδύσεις , η «δέσμευση» για αναδιάρθρωση του χρέους που δεν προβλέπεται πουθενά ρητά και τη διαψεύδουν όλοι ή το ότι μια αριστερή κυβέρνηση θα εφαρμόσει με περισσότερη ανθρωπιά ένα απάνθρωπο τρίτο μνημόνιο κτλ.) προσμένοντας την «ελπίδα που έρχεται» αρκεί να αντέξει αρκετά η κυβέρνηση του. Την ίδια στιγμή, όντας ανεπανόρθωτα εκτεθειμένος στην πλειοψηφία των στελεχών και μελών του κόμματος και εξουθενωμένος από την υπερπροσπάθεια της διαπραγμάτευσης, με το θυμό και την απογοήτευση να κυριαρχεί μέσα του , για τον τρόπο που αναγκάστηκε να καταπιεί την υπερηφάνεια του και να περιφέρεται ως ικέτης ανάμεσα στους εκπρόσωπους των «θεσμών», τους οποίους περιφρονούσε προεκλογικά και αναγνωρίζοντας ότι η πιθανότητα πλέον να ταυτιστεί ιστορικά με τον Γ. Παπανδρέου και τον Α. Σαμαρά είναι κάτι παραπάνω από βέβαια, στρέφεται προς την κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ ζητώντας ή ακόμη χειρότερα απαιτώντας από τους βουλευτές να τον στηρίξουν στο αδιέξοδο που ο ίδιος και το επιτελείο του οδήγησαν τα πράγματα. Κι επειδή αυτό δεν είναι δυνατόν, η επόμενη του κίνηση θα είναι να ξεφορτωθεί τους διαφωνούντες και να προσπαθήσει να κυβερνήσει – με ή χωρίς εκλογές, αυτό δεν έχει καμία σημασÎ¯α – μαζεύοντας τριγύρω του τα αποκαΐδια του ΠΑΣΟΚ και τα φερτά υλικά του ΠΟΤΑΜΙΟΥ υπό τη διακριτική ανοχή, συμμετοχή και συμπαράσταση της παραπαίουσας ΝΔ.

 

Η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ είναι, υπό τις παρούσες συνθήκες, δυστυχώς επιβεβλημένη. Όσο κι αν πονάει αυτή η εξέλιξη, η διάσταση των απόψεων είναι τέτοια που όχι μόνο δε μπορεί να υπάρξει σύνθεσή τους αλλά ούτε καν περιθώριο για ένα moratorium συναίνεσης. Το ριζοσπαστικό κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να ανεξαρτητοποιηθεί άμεσα τόσο εντός του κοινοβουλίου όσο και εκτός στις τοπικές και νομαρχιακές οργανώσεις προκειμένου να απομονωθούν πολιτικά και κοινωνικά οι εντός του ΣΥΡΙΖΑ υπερασπιστές και υποστηρικτές των μνημονιακών νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Η Αριστερά δεν έχει άλλο λόγο ύπαρξης  παρά μόνο ως πολιτική δύναμη που θα λειτουργεί προς όφελος της κοινωνίας – και κυρίως των ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων – κι επ’ ουδενί  εις βάρος τους όπως ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα. Οι ανέξοδες υποσχέσεις περί προσπάθειας άμβλυνσης των συνεπειών της κρίσης, από μια κυβέρνηση που θα εκτελεί χρέη διαχειριστή της χώρας κι εντολοδόχου των δανειστών, δε μπορεί να προκαλούν παρά μόνο θυμηδία. Σε τελευταία ανάλυση όσοι αφελώς θεώρησαν ότι θα έπειθαν τους δανειστές να δουν το δίκαιό μας και να αποδεχτούν τις προτάσεις μας, όσοι επιπόλαια ονειρεύονταν «αμοιβαία επωφελείς συμβιβασμούς», χωρίς να λάβουν υπόψη τους τη σκληρή ιστορική πραγματικότητα, μη προετοιμαζόμενοι για τα χειρότερα, δε νομιμοποιούνται να έχουν την απαίτηση να τους εμπιστευτούμε τις ζωές μας και την τύχη του τόπου.

 

Πέραν όλων αυτών κι επειδή η κατάσταση έχει ήδη εκτραχυνθεί, η ομάδα  Τσίπρα και όσοι/ες βουλευτές, στελέχη του κόμματος, απλά μέλη κτλ. τη στηρίζουν και τη δικαιολογούν για τις επιλογές της, οφείλουν, αν μη τι άλλο, να αναγνωρίσουν στους διαφωνούντες, το δικαίωμα  τους να εκφράζουν διαφορετική άποψη χωρίς να γίνονται θύματα αηθών επιθέσεων, απειλών κι εκβιασμών. Επίσης είναι υποχρεωμένοι να δείξουν κατανόηση στο αίσθημα προδοσίας που βιώνουν τα μέλη και οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ οι οποίοι, σε ένα μεγάλο ποσοστό , θεωρούν ότι εξαπατηθήκαν από τους χειρισμούς της ηγεσίας του κόμματος. Κι επειδή κάποιοι από αυτούς που έχουν αναλάβει με ιδιαίτερο ζήλο την υπεράσπιση του Πρωθυπουργού, γίνονται βασιλικότερ&oÿÿmicron;ι του βασιλέως εμφορούμενοι από το συναίσθημα υπερηφάνειας, που ο ίδιος ο Πρωθυπουργός δήλωσε ότι έχει για  τη διαπραγμάτευση  που έκανε, καλό θα ήταν να έχουν κατά νου ότι το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης δεν είναι κάτι για το οποίο μπορεί κάποιος να είναι υπερήφανος πόσο μάλλον να επαίρεται. Υπάρχει μόνο ένα κοινά αποδεκτό συναίσθημα το οποίο θα πρέπει να συνοδεύει όσους επέστρεψαν με αυτή τη συμφωνία στην Ελλάδα κι όσους την υποστηρίζουν κι αυτό δε μπορεί να είναι άλλο από αυτό της ντροπής και της θλίψης.

 

Με βάση όλα τα παραπάνω καλούνται τα ηγετικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, τα οποία διαφωνούν με τις αποφάσεις και τις μεθοδεύσεις της ομάδας Τσίπρα, να σταματήσουν να τρέφουν αυταπάτες για το που οδηγείται το κόμμα  και να  αναλάβουν πρωτοβουλίες για τη συγκρότηση ενός διευρυμένου αριστερού αντιμνημονιακού μετώπου, με ξεκάθαρους στόχους την επιστροφή της χώρας σε εθνικό νόμισμα (με σαφές, συγκροτημένο και εμπεριστατωμένο σχέδιο), την εθνικοποίηση των Τραπεζών, τη μονομερή διαγραφή του χρέους, την άμεση και με κάθε νόμιμο τρόπο διεκδίκηση των πολεμικών επανορθώσεων από τη Γερμανία και την ταχύτατη παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας με στόχο την εξασφάλιση διατροφικής, ενεργειακής και φαρμακευτικής επάρκειας.

 

Στις τραγικές οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που διαμορφώνονται μετά την ψήφιση και του 3ου Μνημονίου, είναι βέβαιο ότι η ιδέα της ρήξης θα ωριμάσει, θα γιγαντωθεί και θα αναζητήσει τον κατάλληλο πολιτικό χώρο, που θα της επιτρέψει να εκφραστεί και η Αριστερά, στο σύνολο της, εξακολουθεί, παρά την τραγική υπαναχώρηση της ηγεσίας και του μεγαλύτερου μέρους του κυβερνητικού-κοινοβουλευτικού ΣΥΡΙΖΑ, να είναι ο κατεξοχήν χώρος έκφρασης και στέγασης των χειραφετητικών κοινωνικών κινημάτων από καθυπόταξης, που δημιουργούνται κι αναπτύσσονται από την επιτακτική ανάγκη επιβίωσης των ανθρώπων των οποίων οι ζωές απειλούνται με αφανισμό από την επέλαση του νεοφιλελεύθερου ολετήρα.

 

ΥΓ. Το άρθρο αυτό ολοκληρώθηκε την ημέρα που ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας ανακοίνωσε την πρόθεση του να οδηγήσει τη χώρα σε νέες εκλογές μέσα στο Σεπτέμβριο. Με αφορμή τόσο το γεγονός αυτό, όσο και όλα όσα ανέφερα στο άρθρο μου, θα ήθελα να ενημερώσω τα μέλη της τοπικής οργάνωσης της πόλης μας και την τοπική κοινωνία των Μεγάρων, ότι παραιτούμαι  από τη Συντονιστική Επιτροπή της τοπικής οργάνωσης του ΣΥΡΙΖΑ  και αποχωρώ από το κόμμα αυτό με το οποίο πλέον, τόσο πολιτικά, όσο και ηθικά δε με συνδέει τίποτα.

 

Παρόμοια άρθρα

Back to top button