Ακολουθεί άρθρο του Κωνσταντίνου Κάμπαξη, αρχιτέκτονα μηχανικού, διευθυντή Υπηρεσιών Τεχνικών Έργων, Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος.
Οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης κατά το Σύνταγμα είναι αποκεντρωμένοι φορείς της διοίκησης των δημοσίων υποθέσεων. Συνεπώς και το ανθρώπινο δυναμικό των υπαλλήλων που στελεχώνει τις υπηρεσίες τους, δηλαδή οι υπηρεσιακοί παράγοντες, είναι δημόσιοι λειτουργοί και ασκούν δημόσια εξουσία. Ο ρόλος τους στη διοικητική δομή των Δήμων είναι ιδιαίτερα σημαντικός δεδομένου ότι αποτελούν τους εκτελεστικούς φορείς του σχεδιασμού και των δράσεών του τις οποίες αποκλειστικά κατευθύνει ο Δήμαρχος ως προϊστάμενος όλων των υπηρεσιών του, με εξαίρεση τις αρμοδιότητες των πολεοδομικών υπηρεσιών οι οποίες, ευθέως από το νόμο, ασκούνται από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης.
Όπως ο δημόσιος έτσι και ο υπάλληλος ενός Δήμου, θεωρείται ο θεματοφύλακας της νομιμότητας και του δημοσίου συμφέροντος. Ως εκ τούτου κατά την άσκηση των καθηκόντων του οφείλει να ενεργεί σύμφωνα με το δίκαιο και να εφαρμόζει τους κανόνες που προβλέπονται από το Σύνταγμα, το Ευρωπαϊκό Δίκαιο και τους νόμους του Κράτους. Η δράση του, ως δημόσια διοικητική δράση, πρέπει να διέπεται από τις γενικές αρχές της αναλογικότητος, της ισότητος, της χρηστής διοίκησης και της αμεροληψίας που ισχύουν στη δημόσια διοίκηση, τις οποίες καλείται να εξειδικεύσει κατά την άσκηση των καθηκόντων του.
Δεδομένου ότι κάθε κανόνας δικαίου απαρτίζεται από το «πραγματικό (πχ. «όποιος ζημιώσει άλλον υπαίτια») και από την «έννομη συνέπεια» (πχ. «οφείλει να τον αποζημιώσει») ο εφαρμοστής του νόμου και εν προκειμένω ο αρμόδιος δημοτικός υπάλληλος, οφείλει κάθε φορά να εξακριβώσει το νόημα του κανόνα δικαίου και εν συνεχεία να κάνει υπαγωγή της περίπτωσης στη σωστή διάταξη. Δηλαδή, πρέπει να διαπιστώσει αν πληρούνται οι όροι του «πραγματικού» της νομοθετικής διάταξης, προκειμένου να επέλθει η έννομη συνέπειά της. Εάν ο νόμος ή οι σχετικές διατάξεις του παρέχουν τη δυνατότητα να επιλέξει μεταξύ περισσοτέρων νομίμων λύσεων που δεν βλάπτουν το δημόσιο συμφέρον, οφείλει πάντοτε να επιλέγει την επιεικέστερη και λιγότερο επαχθή λύση για τον πολίτη (διακριτική ευχέρεια της διοίκησης).
Κατά την διαδικασία αυτή συχνά χρειάζεται ο δημοτικός υπάλληλος να ερμηνεύσει τον κανόνα δικαίου που θα εφαρμόσει ακολουθώντας μία από τις γνωστές ερμηνευτικές μεθόδους (γραμματική, λογική, συστηματική, τελολογική ερμηνεία). Και δεν γεννάται αμφιβολία ότι η απλούστερη μορφή ερμηνευτικής προσέγγισης μιας διάταξης νόμου είναι η λεγόμενη γραμματική ερμηνεία, που ωστόσο δεν αρκεί πάντοτε, διότι πολλές διατάξεις περιέχουν κενά ή ασάφειες ακόμη και στο τρόπο της διατύπωσής τους, με αποτέλεσμα να είναι επιδεκτικές «διπλών» και ενίοτε περισσότερων αναγνώσεων.
Σε αυτές τις περιπτώσεις η γραμματική ερμηνεία δεν αρκεί και ο εφαρμοστής του νόμου πρέπει να αναζητήσει π.χ. το πνεύμα του νομοθέτη που προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του νόμου, τα πρακτικά των συνεδριάσεων της Βουλής και τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου. Δυστυχώς στην πράξη, ο δημοτικός υπάλληλος ως ο εφαρμοστής του νόμου κατά την άσκηση των καθηκόντων του, βρίσκεται συχνά αντιμέτωπος με έναν κυκεώνα όχι μόνον φακέλων και υποθέσεων προς διεκπεραίωση, αλλά κυρίως και με ένα πλέγμα δυσνόητων νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων, που δυσκολεύουν το υπηρεσιακό του έργο και κατ επέκταση την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας.
Οι συνθήκες αυτές σε συνδυασμό με την υποστελέχωση των δημοτικών υπηρεσιών σε πανελλαδικό επίπεδο, την έλλειψη εξειδικευμένου επιστημονικού και διοικητικού προσωπικού, την συνήθη σύγχυση και αλληλοεπικάλυψη αρμοδιοτήτων, την έλλειψη συντονισμού και επαρκούς κατεύθυνσης από τους ιεραρχικώς Προϊσταμένους τους, τις συχνές παρεμβάσεις των αιρετών, είναι αιτίες που προκαλούν στον υπάλληλο ανασφάλεια και ευθυνοφοβία και δεν του επιτρέπουν να αναπτύξει πρωτοβουλίες και ικανότητες σχεδιασμού και εκπλήρωσης των στόχων που επιβάλλει η δημόσια αποστολή του με ό,τι αυτό συνεπάγεται εν τέλει για την γενικότερη λειτουργία ενός Δήμου και την αποτελεσματικότερη εφαρμογή των επιχειρησιακών προγραμμάτων του.
Υπό το πρίσμα αυτών των πραγματικών για κάθε Δήμο καταστάσεων, πρώτιστη μέριμνα των εκάστοτε Διοικήσεων των Δήμων θα πρέπει να είναι η πληρέστερη κατά το δυνατόν στελέχωση και οργάνωση των οργανικών μονάδων (κυρίως αυτών με αυξημένες ευθύνες) όπως αυτές καθορίζονται στους οργανισμούς εσωτερικής υπηρεσίας και παράλληλα η προώθηση προγραμμάτων επιμόρφωσης για το σύνολο των μονίμων υπαλλήλων.
Κων/νος Κάμπαξης
Αρχιτέκτων Μηχανικός
Διευθυντής Τεχνικών Υπηρεσιών
Πρόεδρος Συμβουλίου Πολεοδομικών Θεμάτων Π.Ε. Δυτ. Αττικής